Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἰκισμός
αἰκιστικός
αἰκίστρια
αἰκλοι
αἶκλον
ἀϊκτήρ
ἄϊκτος
αἴλινον
αἴλινος
αἶλος
αἰλούριος
αἰλουρίς
αἰλουροβοσκός
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
αἰλουροτάφος
αἰλουρόφθαλμος
αἷμα
αἱμαγμός
αἱμαγωγός
αἱμακουρίαι
View word page
αἰλούριος
αἰλούριος
,
ὁ
, ῥίζα τις
,
Hsch.
,
EM
34.9
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἰλούριος
Headword (normalized):
αἰλούριος
Headword (normalized/stripped):
αιλουριος
IDX:
2385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2386
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰλούριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, ῥίζα τις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 34.9 </span>.</div><br><br>'}