δεκανικός
δεκᾱνικός, ή, όν,
A). of or for a δεκανός 1 , PHib. 1.30.13 (iii B.C.), 96.21 ; δεκανικόν, tax for maintenance of δεκανοί, δ. πλοίων BGU 1.1 (ii/iii A.D.); δ. ἰχθυομεταβόλων PRyl. 196.6 (ii A.D).
II). of a δεκανός 11 , C. 2 .