Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἴκισμα
αἰκισμός
αἰκιστικός
αἰκίστρια
αἰκλοι
αἶκλον
ἀϊκτήρ
ἄϊκτος
αἴλινον
αἴλινος
αἶλος
αἰλούριος
αἰλουρίς
αἰλουροβοσκός
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
αἰλουροτάφος
αἰλουρόφθαλμος
αἷμα
αἱμαγμός
αἱμαγωγός
View word page
αἶλος
αἶλος,
A). v. ἄλλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἶλος
Headword (normalized):
αἶλος
Headword (normalized/stripped):
αιλος
IDX:
2384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2385
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἶλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄλλος</span> .</div> </div><br><br>'}