δεκάμηνος
δεκά-μηνος, ον,
2). in the tenth month, ἡ αἵρεσις ἐγένετο ἔς τι δ. ; 9.3 τὰ δ. (sc. παιδία) Septim. 7 ; γυνὴ κυεῖ δ. prob. l. in ; 413 τόκος δ. GA 777b14 : neut. pl. as Adv., ib. 772b9 .
3). consisting of ten months, ἡ δ. (sc. περίοδος) Placit. 5.18.1 : Subst. δεκάμηνον, Schwyzer 195.12 (Delos, ii B.C.), PRyl. 88.17 (ii A.D.).