Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεκαδάκτυλος
δεκαδαρχέω
δεκαδάρχης
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκαδικός
δεκαδιστής
δεκαδοῦχος
δεκάδραχμος
δεκάδρομοι
δεκάδωρος
δεκαέτηρος
δεκαετής
δεκαετία
δεκάζω
δεκάκις
δεκάκλινος
δεκακότυλος
δεκακυμία
δεκάλιτρος
View word page
δεκάδρομοι
δεκά-δρομοι, οἱ,
A). adults (i.e. those who have taken part in ten contests) (Cret.), Hsch.


ShortDef

adults

Debugging

Headword:
δεκάδρομοι
Headword (normalized):
δεκάδρομοι
Headword (normalized/stripped):
δεκαδρομοι
IDX:
23825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεκά-δρομοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">adults</span> (i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">those who have taken part in ten contests</span>) (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}