Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δείρω
δείς
δεῖσα
δεισαλία
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεισίθεος
δεισιλός
δείσοζος
δέκᾰ
δεισιδαιμδύο
δεισιδαιμτρεῖς
δεισιδαιμτέσσαρες
δεισιδαιμτέτορες
δεισιδαιμπέντε
δεισιδαιμέξ
δεισιδαιμεπτά
δεισιδαιμοκτώ
View word page
δεισιλός
δεισιλός· δειλός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεισιλός
Headword (normalized):
δεισιλός
Headword (normalized/stripped):
δεισιλος
IDX:
23796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεισιλός·</span> <span class="foreign greek">δειλός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}