Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειράς
δειραχθής
δειραγχής
δειρή
δειρητής
δειριᾶν
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δεῖρος
δειροτομέω
δείρω
δείς
δεῖσα
δεισαλία
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεισίθεος
δεισιλός
View word page
δείρω
δείρω,
A). v. δέρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δείρω
Headword (normalized):
δείρω
Headword (normalized/stripped):
δειρω
IDX:
23786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23787
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείρω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέρω.</span> </div> </div><br><br>'}