Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δείρα
δειράδιον
δειράζειν
δειραῖος
δειράρ
δειράς
δειραχθής
δειραγχής
δειρή
δειρητής
δειριᾶν
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δεῖρος
δειροτομέω
δείρω
δείς
δεῖσα
δεισαλία
δεισήνωρ
δεισία
View word page
δειριᾶν
δειριᾶν· λοιδορεῖσθαι ( Lacon.), Hsch.: also δειρεῖοι· λοίδοροι ( Lacon.), Id., cf. δερίαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειριᾶν
Headword (normalized):
δειριᾶν
Headword (normalized/stripped):
δειριαν
IDX:
23781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειριᾶν·</span> <span class="foreign greek">λοιδορεῖσθαι</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: also <span class="orth greek">δειρεῖοι·</span> <span class="foreign greek">λοίδοροι</span> ( Lacon.), Id., cf. <span class="foreign greek">δερίαι.</span> </div><br><br>'}