Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δεῖπνος
δειπνοσοφιστής
δειπνοσύνη
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δείρα
δειράδιον
δειράζειν
δειραῖος
δειράρ
δειράς
δειραχθής
δειραγχής
δειρή
δειρητής
δειριᾶν
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δεῖρος
View word page
δειραῖος
δειραῖος, α, ον,
A). hilly, craggy, Lyc. 994 .


ShortDef

hilly, craggy

Debugging

Headword:
δειραῖος
Headword (normalized):
δειραῖος
Headword (normalized/stripped):
δειραιος
IDX:
23774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειραῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hilly, craggy,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 994 </span>.</div> </div><br><br>'}