Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δεῖπνος
δειπνοσοφιστής
δειπνοσύνη
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δείρα
δειράδιον
δειράζειν
δειραῖος
δειράρ
δειράς
δειραχθής
δειραγχής
δειρή
δειρητής
δειριᾶν
δειροκύπελλον
δειρόπαις
View word page
δειράζειν
δειράζειν· κλέπτειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειράζειν
Headword (normalized):
δειράζειν
Headword (normalized/stripped):
δειραζειν
IDX:
23773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23774
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειράζειν·</span> <span class="foreign greek">κλέπτειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}