Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δεῖπνον
δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δεῖπνος
δειπνοσοφιστής
δειπνοσύνη
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δείρα
δειράδιον
δειράζειν
δειραῖος
δειράρ
δειράς
δειραχθής
δειραγχής
δειρή
δειρητής
δειριᾶν
View word page
δείρα
δείρα·
δείμοιρα
(leg.
διμοιρία,
cf.
δεισιάδα
)
, τράχηλος, διαίρεσις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δείρα
Headword (normalized):
δείρα
Headword (normalized/stripped):
δειρα
IDX:
23771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23772
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείρα·</span> <span class="foreign greek">δείμοιρα</span> (leg. <span class="foreign greek">διμοιρία,</span> cf. <span class="foreign greek">δεισιάδα</span>)<span class="foreign greek">, τράχηλος, διαίρεσις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}