Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειπνολογία
δειπνολόχος
δειπνομανής
δεῖπνον
δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δεῖπνος
δειπνοσοφιστής
δειπνοσύνη
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δείρα
δειράδιον
δειράζειν
δειραῖος
δειράρ
δειράς
δειραχθής
δειραγχής
View word page
δειπνοσύνη
δειπνοσύνη, , Com. for δεῖπνον, Matro Conv. 10 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειπνοσύνη
Headword (normalized):
δειπνοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δειπνοσυνη
IDX:
23768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπνοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Com. for <span class="foreign greek">δεῖπνον,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1486.tlg001:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1486.tlg001:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Matro</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Conv.</span> 10 </a> (pl.).</div><br><br>'}