Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειπνιστήριον
δειπνιστός
δειπνῖτις
δειπνοθήρας
δειπνοκλήτωρ
δειπνοκρίτης
δειπνολογία
δειπνολόχος
δειπνομανής
δεῖπνον
δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δεῖπνος
δειπνοσοφιστής
δειπνοσύνη
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δείρα
δειράδιον
View word page
δειπνοπίθηκος
δειπνο-πίθηκος [ῐ], , Com. name for a
A). parasite, Com.Adesp. 321 .


ShortDef

parasite

Debugging

Headword:
δειπνοπίθηκος
Headword (normalized):
δειπνοπίθηκος
Headword (normalized/stripped):
δειπνοπιθηκος
IDX:
23762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23763
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπνο-πίθηκος</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Com. name for a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">parasite,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:321" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:321/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Com.Adesp.</span> 321 </a>.</div> </div><br><br>'}