Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειπνίζω
δειπνίον
δειπνιστήριον
δειπνιστός
δειπνῖτις
δειπνοθήρας
δειπνοκλήτωρ
δειπνοκρίτης
δειπνολογία
δειπνολόχος
δειπνομανής
δεῖπνον
δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δεῖπνος
δειπνοσοφιστής
δειπνοσύνη
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
View word page
δειπνομανής
δειπνο-μᾰνής, ές,
A). mad after eating, Tim 016.1 .


ShortDef

mad after eating

Debugging

Headword:
δειπνομανής
Headword (normalized):
δειπνομανής
Headword (normalized/stripped):
δειπνομανης
IDX:
23760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23761
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπνο-μᾰνής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mad after eating,</span> Tim<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0020.tlg002.perseus-grc1:016:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0020.tlg002.perseus-grc1:016.1/canonical-url/"> 016.1 </a>.</div> </div><br><br>'}