Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνίον
δειπνιστήριον
δειπνιστός
δειπνῖτις
δειπνοθήρας
δειπνοκλήτωρ
δειπνοκρίτης
δειπνολογία
δειπνολόχος
δειπνομανής
δεῖπνον
δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δεῖπνος
δειπνοσοφιστής
View word page
δειπνοκρίτης
δειπνο-κρίτης
[ῐ]
,
ου
,
ὁ
,
A).
judge of the feasts,
of a religious official, Epigr. in
CRAcad.Inscr.
1907.141
(Janiculum).
ShortDef
judge of the feasts
Debugging
Headword:
δειπνοκρίτης
Headword (normalized):
δειπνοκρίτης
Headword (normalized/stripped):
δειπνοκριτης
IDX:
23757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23758
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπνο-κρίτης</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">judge of the feasts,</span> of a religious official, Epigr. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CRAcad.Inscr.</span> 1907.141 </span> (Janiculum).</div> </div><br><br>'}