Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δείπνηστος
δειπνηστύς
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνίον
δειπνιστήριον
δειπνιστός
δειπνῖτις
δειπνοθήρας
δειπνοκλήτωρ
δειπνοκρίτης
δειπνολογία
δειπνολόχος
δειπνομανής
δεῖπνον
δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
View word page
δειπνοθήρας
δειπνο-θήρας, ου, ,
A). = δειπνολόχος , Ph. 1.665 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειπνοθήρας
Headword (normalized):
δειπνοθήρας
Headword (normalized/stripped):
δειπνοθηρας
IDX:
23755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23756
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπνο-θήρας</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δειπνολόχος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:665" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.665/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.665 </a>.</div> </div><br><br>'}