Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειπνήεντα
δείπνηστος
δειπνηστύς
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνίον
δειπνιστήριον
δειπνιστός
δειπνῖτις
δειπνοθήρας
δειπνοκλήτωρ
δειπνοκρίτης
δειπνολογία
δειπνολόχος
δειπνομανής
δεῖπνον
δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
View word page
δειπνῖτις
δειπν-ῖτις, ιδος, , = fem. of
A). δειπνητικός, στολή D.C. 69.18 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειπνῖτις
Headword (normalized):
δειπνῖτις
Headword (normalized/stripped):
δειπνιτις
IDX:
23754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23755
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπν-ῖτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δειπνητικός, στολή</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:69:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:69.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 69.18 </a> .</div> </div><br><br>'}