Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειπνέω
δειπνήεντα
δείπνηστος
δειπνηστύς
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνίον
δειπνιστήριον
δειπνιστός
δειπνῖτις
δειπνοθήρας
δειπνοκλήτωρ
δειπνοκρίτης
δειπνολογία
δειπνολόχος
δειπνομανής
δεῖπνον
δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
View word page
δειπνιστός
δειπν-ιστός, ,
A). = δείπνηστος , Orusap. EM 262.45 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειπνιστός
Headword (normalized):
δειπνιστός
Headword (normalized/stripped):
δειπνιστος
IDX:
23753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23754
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπν-ιστός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δείπνηστος</span> , Orusap.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:262:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:262.45/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 262.45 </a>.</div> </div><br><br>'}