δειπνίζω
δειπν-ίζω, Att. fut.
A). -ιῶ : aor. 62 ἐδείπνισα Cyr. 4.5.5 (v. infr. cit.):— entertain at dinner, κατέπεφνεν δειπνίσσας ; 4.535 δειπνίζοντες Ξέρξεα ; 7.118 δ. τὴν πόλιν ὅλην IG 5(1).1346 : also c. acc. cogn., δ. τινὰ δεῖπνον give one a dinner, Conv. 2 :— Pass., βοὰς δεδειπνισμένων θεάτρων the applause of spectators bribed by dinners, . 2.92e