Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεινωτικός
δεινώψ
δειομένη
δεῖξις
δείους
Δειπάτυρος
δειπνάριον
δειπνεύς
δειπνεύω
δειπνέω
δειπνήεντα
δείπνηστος
δειπνηστύς
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνίον
δειπνιστήριον
δειπνιστός
δειπνῖτις
View word page
δειπνήεντα
δειπν-ήεντα· δειπνοφόρα, οὐ δυνάμενα φέρειν ἡμᾶς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειπνήεντα
Headword (normalized):
δειπνήεντα
Headword (normalized/stripped):
δειπνηεντα
IDX:
23744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπν-ήεντα·</span> <span class="foreign greek">δειπνοφόρα, οὐ δυνάμενα φέρειν ἡμᾶς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}