Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεινωπός
δείνωσις
δεινωτικός
δεινώψ
δειομένη
δεῖξις
δείους
Δειπάτυρος
δειπνάριον
δειπνεύς
δειπνεύω
δειπνέω
δειπνήεντα
δείπνηστος
δειπνηστύς
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνίον
δειπνιστήριον
View word page
δειπνεύω
δειπν-εύω,
A). = δειπνίζω , prob. in CIG 2719 (Stratonicea).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειπνεύω
Headword (normalized):
δειπνεύω
Headword (normalized/stripped):
δειπνευω
IDX:
23742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23743
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειπν-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δειπνίζω</span> , prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 2719 </span> (Stratonicea).</div> </div><br><br>'}