Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δεινωπός
δείνωσις
δεινωτικός
δεινώψ
δειομένη
δεῖξις
δείους
Δειπάτυρος
δειπνάριον
δειπνεύς
δειπνεύω
δειπνέω
δειπνήεντα
δείπνηστος
δειπνηστύς
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικός
View word page
Δειπάτυρος
Δειπάτυρος·
θεὸς παρὰ Στυμφαίοις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Δειπάτυρος
Headword (normalized):
δειπάτυρος
Headword (normalized/stripped):
δειπατυρος
IDX:
23739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23740
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δειπάτυρος·</span> <span class="foreign greek">θεὸς παρὰ Στυμφαίοις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}