Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δείνοσμος
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δεινωπός
δείνωσις
δεινωτικός
δεινώψ
δειομένη
δεῖξις
δείους
Δειπάτυρος
δειπνάριον
δειπνεύς
δειπνεύω
δειπνέω
δειπνήεντα
δείπνηστος
δειπνηστύς
δειπνητήριον
δειπνητής
View word page
δείους
δείους
, Ep. gen. of
δέος
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δείους
Headword (normalized):
δείους
Headword (normalized/stripped):
δειους
IDX:
23738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23739
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείους</span>, Ep. gen. of <span class="foreign greek">δέος</span> (q.v.).</div><br><br>'}