Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δεινολογία
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοπενθής
δεινοποιέω
δεινόπους
δεινοπροσωπέω
δεινός
δεῖνος
δεῖνος
δείνοσμος
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δεινωπός
δείνωσις
δεινωτικός
δεινώψ
δειομένη
δεῖξις
δείους
View word page
δείνοσμος
δείνοσμος
(i.e.
A).
evil-smelling
), =
κόνυζα πλατύφυλλος
, Ps.-
Dsc.
3.121
.
ShortDef
evil-smelling
Debugging
Headword:
δείνοσμος
Headword (normalized):
δείνοσμος
Headword (normalized/stripped):
δεινοσμος
IDX:
23728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23729
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείνοσμος</span> (i.e. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">evil-smelling</span>), = <span class="ref greek">κόνυζα πλατύφυλλος</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.121 </span>.</div> </div><br><br>'}