Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεινόλινος
δεινολογέομαι
δεινολογία
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοπενθής
δεινοποιέω
δεινόπους
δεινοπροσωπέω
δεινός
δεῖνος
δεῖνος
δείνοσμος
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δεινωπός
δείνωσις
δεινωτικός
δεινώψ
δειομένη
View word page
δεῖνος
δεῖνος (A), gen. of δεῖνα (q.v.).


ShortDef

different round vessels

Debugging

Headword:
δεῖνος
Headword (normalized):
δεῖνος
Headword (normalized/stripped):
δεινος
IDX:
23726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεῖνος</span> (A), gen. of <span class="foreign greek">δεῖνα</span> (q.v.).</div><br><br>'}