Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δεινοκάθεκτος
δεινολεχής
δεινόλινος
δεινολογέομαι
δεινολογία
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοπενθής
δεινοποιέω
δεινόπους
δεινοπροσωπέω
δεινός
δεῖνος
δεῖνος
δείνοσμος
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δεινωπός
δείνωσις
δεινωτικός
View word page
δεινοπροσωπέω
δεινο-προσωπέω
,
A).
to be stern of countenance,
περὶ τῆς τυραννίδος
Arg.
E.
Ph.
ShortDef
to be stern of countenance
Debugging
Headword:
δεινοπροσωπέω
Headword (normalized):
δεινοπροσωπέω
Headword (normalized/stripped):
δεινοπροσωπεω
IDX:
23724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23725
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεινο-προσωπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be stern of countenance,</span> <span class="foreign greek">περὶ τῆς τυραννίδος</span> Arg.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ph.</span> </span> </div> </div><br><br>'}