Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
δειμός
δειμώδης
δεῖν
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοεπής
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
δεινολεχής
δεινόλινος
δεινολογέομαι
δεινολογία
δεινοπάθεια
View word page
δειναυξῆσαι
δειναυξῆσαι,
A). exaggerate, Gloss.


ShortDef

exaggerate

Debugging

Headword:
δειναυξῆσαι
Headword (normalized):
δειναυξῆσαι
Headword (normalized/stripped):
δειναυξησαι
IDX:
23709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23710
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειναυξῆσαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exaggerate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}