Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειμαλέτα
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
δειμός
δειμώδης
δεῖν
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοεπής
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
δεινολεχής
View word page
δειμώδης
δειμώδης,
A). = φοβερός , Erot. (dub. l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειμώδης
Headword (normalized):
δειμώδης
Headword (normalized/stripped):
δειμωδης
IDX:
23705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23706
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειμώδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φοβερός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> (dub. l.).</div> </div><br><br>'}