Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δειμαίνω
δειμαλέος
δειμαλέτα
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
δειμός
δειμώδης
δεῖν
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοεπής
δεινοθέτης
View word page
δειμάτωσις
δειμᾰ/τ-ωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
scaring,
Sch.
Lyc.
1182
.
ShortDef
scaring
Debugging
Headword:
δειμάτωσις
Headword (normalized):
δειμάτωσις
Headword (normalized/stripped):
δειματωσις
IDX:
23703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23704
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειμᾰ/τ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scaring,</span> Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1182 </span>.</div> </div><br><br>'}