Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δείλομαι1
δείλομαι2
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειμαλέτα
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
δειμός
δειμώδης
View word page
δειμαλέτα
δειμαλέτα· τὰ λεπτὰ τῶν βοσκημάτων, οἱ δὲ Λάκωνες νεκρά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειμαλέτα
Headword (normalized):
δειμαλέτα
Headword (normalized/stripped):
δειμαλετα
IDX:
23695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23696
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειμαλέτα·</span> <span class="foreign greek">τὰ λεπτὰ τῶν βοσκημάτων, οἱ δὲ Λάκωνες νεκρά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}