Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειλήμων
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι1
δείλομαι2
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειμαλέτα
δειματηρός
View word page
δείλομαι2
δείλομαι (B), Delph. and Locr.,
A). = βούλομαι.


ShortDef

to verge towards afternoon

Debugging

Headword:
δείλομαι2
Headword (normalized):
δείλομαι
Headword (normalized/stripped):
δειλομαι2
IDX:
23686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23687
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείλομαι</span> (B), Delph. and Locr., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βούλομαι.</span> </div> </div><br><br>'}