Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δεῖλαρ
δείλη
δείληθι
δειλήμων
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι1
δείλομαι2
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
View word page
δειλίασμα
δειλίασμα, δειλινισμός, and δείλισμα, = Lat.
A). merenda, Gloss.


ShortDef

merenda

Debugging

Headword:
δειλίασμα
Headword (normalized):
δειλίασμα
Headword (normalized/stripped):
δειλιασμα
IDX:
23680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23681
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειλίασμα</span>, <span class="orth greek">δειλινισμός</span>, and <span class="orth greek">δείλισμα</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">merenda,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}