Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίνας
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δεῖλαρ
δείλη
δείληθι
δειλήμων
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι1
δείλομαι2
View word page
δειλήμων
δειλήμων
,
A).
=
δειδήμων
(
εἰδήμονες
cod.), Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δειλήμων
Headword (normalized):
δειλήμων
Headword (normalized/stripped):
δειλημων
IDX:
23676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23677
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειλήμων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δειδήμων</span> (<span class="foreign greek">εἰδήμονες</span> cod.), Id.</div> </div><br><br>'}