Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίνας
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δεῖλαρ
δείλη
δείληθι
δειλήμων
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι1
View word page
δείληθι
δείληθι·
φοβοῦ,
Hsch.
(leg.
δείδιθι
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δείληθι
Headword (normalized):
δείληθι
Headword (normalized/stripped):
δειληθι
IDX:
23675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23676
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείληθι·</span> <span class="foreign greek">φοβοῦ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">δείδιθι</span>).</div><br><br>'}