Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεικές
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέον
δεικτηριάς
δεικτήριον
δείκτης
δεικτικός
δεικτός
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίνας
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δεῖλαρ
δείλη
View word page
δειλαινομένως
δειλαινομένως, Adv.
A). with trepidation, Gloss.


ShortDef

with trepidation

Debugging

Headword:
δειλαινομένως
Headword (normalized):
δειλαινομένως
Headword (normalized/stripped):
δειλαινομενως
IDX:
23664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23665
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειλαινομένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with trepidation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}