Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελίη
δειελινός
δείελος
δείεμα
δεικανάω
δείκανον
δείκελον
δεικές
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέον
δεικτηριάς
δεικτήριον
δείκτης
δεικτικός
δεικτός
δειλαινομένως
View word page
δεικές
δεικές· λαμπρόν, κτλ., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεικές
Headword (normalized):
δεικές
Headword (normalized/stripped):
δεικες
IDX:
23654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23655
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεικές·</span> <span class="foreign greek">λαμπρόν, κτλ.,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}