Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δειδέχθαι
δειδήμων
δείδια
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελίη
δειελινός
δείελος
δείεμα
δεικανάω
δείκανον
δείκελον
δεικές
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέον
δεικτηριάς
δεικτήριον
View word page
δείεμα
δείεμα· βρῶμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δείεμα
Headword (normalized):
δείεμα
Headword (normalized/stripped):
δειεμα
IDX:
23650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείεμα·</span> <span class="foreign greek">βρῶμα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}