Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεία
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δείδεκτο
δειδέχθαι
δειδήμων
δείδια
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελίη
δειελινός
δείελος
δείεμα
δεικανάω
δείκανον
View word page
δείδια
δείδια, δείδιμεν and δειδέμεν,
A). v. δείδω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δείδια
Headword (normalized):
δείδια
Headword (normalized/stripped):
δειδια
IDX:
23642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείδια</span>, <span class="orth greek">δείδιμεν</span> and <span class="orth greek">δειδέμεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δείδω.</span> </div> </div><br><br>'}