Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεῖ
Δεῖα
δεία
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δείδεκτο
δειδέχθαι
δειδήμων
δείδια
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελίη
δειελινός
δείελος
δείεμα
View word page
δειδέχθαι
δειδέχθαι,
A). v. δέχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειδέχθαι
Headword (normalized):
δειδέχθαι
Headword (normalized/stripped):
δειδεχθαι
IDX:
23640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειδέχθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέχομαι.</span> </div> </div><br><br>'}