Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεία
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δείδεκτο
δειδέχθαι
δειδήμων
δείδια
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελίη
δειελινός
δείελος
View word page
δείδεκτο
δείδεκτο, δειδέχαται, δειδέχατο,
A). v. δειδίσκομαι;


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δείδεκτο
Headword (normalized):
δείδεκτο
Headword (normalized/stripped):
δειδεκτο
IDX:
23639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23640
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δείδεκτο</span>, <span class="orth greek">δειδέχαται</span>, <span class="orth greek">δειδέχατο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δειδίσκομαι;</span> </div> </div><br><br>'}