Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεία
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δείδεκτο
δειδέχθαι
δειδήμων
δείδια
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελίη
δειελινός
View word page
δειγματοκαταγωγός
δειγμᾰτο-κατᾰγωγός
,
ὁ
,
A).
official who delivered samples
of corn,
PStrassb.
31.6
(iii A.D.).
ShortDef
official who delivered samples
Debugging
Headword:
δειγματοκαταγωγός
Headword (normalized):
δειγματοκαταγωγός
Headword (normalized/stripped):
δειγματοκαταγωγος
IDX:
23638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23639
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δειγμᾰτο-κατᾰγωγός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">official who delivered samples</span> of corn, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PStrassb.</span> 31.6 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}