Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεείλη
δέελος
δέημα
δεησίδιον
δέημος
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεία
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δείδεκτο
δειδέχθαι
δειδήμων
δείδια
View word page
δεία
δεία· ἔνδεια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεία
Headword (normalized):
δεία
Headword (normalized/stripped):
δεια
IDX:
23632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεία·</span> <span class="foreign greek">ἔνδεια,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}