Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδρίομεν
δεείλη
δέελος
δέημα
δεησίδιον
δέημος
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεία
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
View word page
δέημος
δέ-ημος· νόμος ἢ δεσμός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέημος
Headword (normalized):
δέημος
Headword (normalized/stripped):
δεημος
IDX:
23626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23627
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέ-ημος·</span> <span class="foreign greek">νόμος ἢ δεσμός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}