Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδρίομεν
δεείλη
δέελος
δέημα
δεησίδιον
δέημος
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
View word page
δεδρίομεν
δεδρίομεν· ῥέξομεν, Hsch. δεδροικώς· δοικώς, Id. (leg. δεδvοικώς· δεδοικώς).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδρίομεν
Headword (normalized):
δεδρίομεν
Headword (normalized/stripped):
δεδριομεν
IDX:
23621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεδρίομεν·</span> <span class="foreign greek">ῥέξομεν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δεδροικώς·</span> <span class="foreign greek">δοικώς,</span> Id. (leg. <span class="foreign greek">δεδvοικώς· δεδοικώς</span>).</div><br><br>'}