Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδρίομεν
δεείλη
δέελος
δέημα
δεησίδιον
δέημος
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
View word page
δέδορκα
δέδορκα,
A). v. δέρκομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδορκα
Headword (normalized):
δέδορκα
Headword (normalized/stripped):
δεδορκα
IDX:
23620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέδορκα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέρκομαι.</span> </div> </div><br><br>'}