Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδρίομεν
δεείλη
δέελος
δέημα
δεησίδιον
δέημος
View word page
δέδμημαι
δέδμημαι
, pf. Pass. of
δαμάζω
and
δέμω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δέδμημαι
Headword (normalized):
δέδμημαι
Headword (normalized/stripped):
δεδμημαι
IDX:
23616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23617
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέδμημαι</span>, pf. Pass. of <span class="foreign greek">δαμάζω</span> and <span class="foreign greek">δέμω.</span> </div><br><br>'}