Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δεδεῖσαι
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδρίομεν
δεείλη
δέελος
δέημα
δεησίδιον
View word page
δεδμάων
δεδμάων·
κριὸς ἡγεμών,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδμάων
Headword (normalized):
δεδμάων
Headword (normalized/stripped):
δεδμαων
IDX:
23615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23616
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεδμάων·</span> <span class="foreign greek">κριὸς ἡγεμών,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}