Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεδέαται
δεδεῖσαι
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδρίομεν
δεείλη
δέελος
δέημα
View word page
δεδίττομαι
δεδίττομαι,
A). v. δειδίσσομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδίττομαι
Headword (normalized):
δεδίττομαι
Headword (normalized/stripped):
δεδιττομαι
IDX:
23614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23615
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεδίττομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δειδίσσομαι.</span> </div> </div><br><br>'}