Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεδαίαται
δεδαώς
δεδέαται
δεδεῖσαι
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδρίομεν
δεείλη
View word page
δεδίσκομαι
δεδίσκομαι,
A). v. δειδίσκομαι.
II). v. δειδίσσομαι.


ShortDef

to greet

Debugging

Headword:
δεδίσκομαι
Headword (normalized):
δεδίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
δεδισκομαι
IDX:
23612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεδίσκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δειδίσκομαι.</span> </div> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> v. <span class="ref greek">δειδίσσομαι.</span> </div> </div><br><br>'}