Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέγμον
δεδαίαται
δεδαώς
δεδέαται
δεδεῖσαι
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδρίομεν
View word page
δεδίσκηται
δεδίσκηται· ἔρριπται, Hsch. (fort. -ευται).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδίσκηται
Headword (normalized):
δεδίσκηται
Headword (normalized/stripped):
δεδισκηται
IDX:
23611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεδίσκηται·</span> <span class="foreign greek">ἔρριπται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">-ευται</span>).</div><br><br>'}